case
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαcase < απώτατη αρχή, η λατινική casus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
case | cases |
case (en)
- (μετρήσιμο) η περίπτωση, το κρούσμα, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μια κατάσταση συγκεκριμένου τύπου
- ⮡ in many/more cases - σε πολλές περιπτώσεις
- ⮡ in most cases - στις περισσότερες περιπτώσεις
- ⮡ in rare cases - σε σπάνιες περιπτώσεις
- ⮡ in one case/in another case - σε μια περίπτωση/σε μια άλλη περίπτωση
- ⮡ an isolated case - μια μεμονωμένη περίπτωση
- ⮡ in nine out of ten cases - εννιά στις δέκα περιπτώσεις
- ⮡ in either case - είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση
- ⮡ a case of legitimate self-defense - περίπτωση νομικής άμυνας
- ⮡ a case of absolute necessity - περίπτωση ανωτέρας βίας
- ⮡ That is a easy/difficult case.
- Είναι εύκολη/δύσκολη περίπτωση.
- ⮡ That’s a completely different case.
- Αυτή είναι εντελώς άλλη περίπτωση.
- ⮡ repeated cases of political censorship - αλλεπάλληλα κρούσματα πολιτικής λογοκρισίας
- (μόνο ενικός, the case) η περίπτωση, το ζήτημα, η πραγματική κατάσταση
- ⮡ Well, that’s the case.
- Λοιπόν, αυτή 'ναι η περίπτωση.
- ⮡ That’s the case.
- Αυτό είναι το ζήτημα.
- ⮡ If that’s the case…
- Αν έχουν έτσι τα πράγματα…/Αν συμβαίνει αυτό…
- ⮡ Well, that’s the case.
- η περίπτωση, η υπόθεση, θέμα που διερευνάται επίσημα, ειδικά από την αστυνομία
- ⮡ It is a clear case of fraud.
- Είναι καθαρή περίπτωση/υπόθεση απάτης.
- ⮡ It is a clear case of fraud.
- (νομικός όρος) η υπόθεση, το θέμα, δίκη ή αντικείμενο δίκης
- ⮡ a divorce case - υπόθεση διαζυγίου
- ⮡ Your case is coming up next week.
- Η υπόθεσή σου θα εκδικαστεί την ερχόμενη εβδομάδα.
- ⮡ The trial for the criminal case will start soon.
- Η δίκη για την ποινική υπόθεση θα ξεκινήσει σύντομα.
- (επιδημιολογία) η περίπτωση, το κρούσμα, το γεγονός ότι κάποιος έχει ασθένεια ή τραυματισμό· ένα άτομο που έχει ασθένεια ή τραυματισμό
- ⮡ several cases of pneumonia - πολλές περιπτώσεις πνευμονίας
- ⮡ many cases of cholera - πολλά κρούσματα χολέρας
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) η πτώση
- ⮡ the nominative/genitive/accusative case - η ονομαστική/γενική/αιτιατική πτώση
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική):
Εκφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαcase < απώτατη αρχή, η λατινική capsa
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
case | cases |
case (en)
- (συνήθως σε σύνθετα) η θήκη, το κουτί, το κιβώτιο, η κάσα, ένα δοχείο ή κάλυμμα που χρησιμοποιείται για την προστασία ή την αποθήκευση πραγμάτων
- ⮡ a glass case - γυάλινη θήκη
- ⮡ a glasses case - θήκη γυαλιών
- ⮡ a pillow case - μαξιλαροθήκη
- ⮡ I bought a case of beers.
- Αγόρασα μια κάσα μπίρες.
- (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική):
Πηγές
επεξεργασία- case (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- case (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 689, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: περίπτωση, υπόθεση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
case | cases |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcase (fr) θηλυκό
- τμήμα, μέρος
- κουτί, θήκη
- → δείτε τη λέξη casier
- πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.
Εκφράσεις
επεξεργασία- il lui manque une case: είναι βλίτο