casing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαcasing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του case
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
casing | casings |
casing (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- casing στην αγγλική Βικιπαίδεια