lowercase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlowercase (en) (χωρίς παραθετικά)
- πεζός, μικρός, που είναι γραμμένος με πεζά γράμματα
- ⮡ a title written in lowercase letters - τίτλος γραμμένος σε πεζά/μικρά γράμματα
- άλλες γραφές: lower-case
- ≈ συνώνυμα: small
- ≠ αντώνυμα: uppercase
Συγγενικά
επεξεργασία- lower case (ουσιαστικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlowercase (en)