small
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | small |
συγκριτικός | smaller |
υπερθετικός | smallest |
Επίθετο
επεξεργασίαsmall (en)
- (για μέγεθος, έκταση, ή αριθμό) μικρός
- ⮡ the small house - το μικρό σπίτι
- (ειδικότερα) για ρούχα, φαγητό, ή ποτό
- ⮡ I want a small coffee. - Θέλω ένα μικρό καφέ.
- (μεταφορικά) (για ηλικία) μικρός
- (για τυπογραφία) πεζά γράμματα
- (για διάρκεια, ύψος, ή μήκος) μικρός, κοντός
- (για ένταση) μικρός
- (για σημασία) μικρός
- ⮡ small details - μικρές λεπτομέρειες
- ≈ συνώνυμα: minor, trivial, → και δείτε τη λέξη unimportant