trivial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | trivial |
συγκριτικός | more trivial |
υπερθετικός | most trivial |
Επίθετο
επεξεργασίαtrivial (en)
- ασήμαντος
- ⮡ trivial damage - ασήμαντη ζημιά
- ⮡ Don’t squabble over trivial things.
- Μην τσακώνεστε για μικροπράγματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη insignificant
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trivial | triviaux |
θηλυκό | triviale | triviales |
Επίθετο
επεξεργασίαtrivial (fr)