trivial
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- τετριμμένος, κοινότοπος
- trivial case - τετριμμένη περίπτωση
- (μαθηματικά) τετριμμένος
- trivial vector space - τετριμμένος διανυσματικός χώρος
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trivial | triviaux |
θηλυκό | triviale | triviales |
Επίθετο επεξεργασία
trivial (fr)