insignificant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | insignificant |
συγκριτικός | more insignificant |
υπερθετικός | most insignificant |
Ετυμολογία
επεξεργασία- insignificant < in- + significant
Επίθετο
επεξεργασίαinsignificant (en)
- ασήμαντος
- ⮡ insignificant details - ασήμαντες λεπτομέρειες