trivialité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trivialité | trivialités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
trivialité (fr) θηλυκό
- η κοινοτοπία
- η χυδαιότητα, η αισχρολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη trivial
ενικός | πληθυντικός |
trivialité | trivialités |
trivialité (fr) θηλυκό