Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
minuscule minuscules

minuscule (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μικροκαμωμένος, μικροσκοπικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
minuscule minuscules

minuscule (fr) θηλυκό

  1. το πεζό, το μικρό γράμμα

Αντώνυμα

επεξεργασία