μικροκαμωμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΜετοχήΕπεξεργασία
μικροκαμωμένος, -η, -ο
- (για σώμα) που είναι μικρών διαστάσεων κυρίως τα μέλη του
- είναι μικροκαμωμένη, αλλά πολύ δυναμική κοπέλα
- → δείτε τη λέξη μικρόσωμος
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- μεγαλοκαμωμένος (σπανιότερο)