big (en)
- μεγάλος σε μέγεθος, βαθμό, ποσότητα κτλ.
- ⮡ a big tree/child/house - μεγάλο δέντρο/παιδί/σπίτι
- ⮡ a big city/effort/personality - μεγάλη πόλη/προσπάθεια/προσωπικότητα
- ⮡ a big crowd of people - μεγάλο πλήθος ανθρώπων
- ⮡ the big banks - οι μεγάλες τράπεζες
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη large
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, μάλλον ανεπίσημο) μεγάλος, σπουδαίος
- ⮡ the big boss - το μεγάλο αφεντικό
- ⮡ the big question - το μεγάλο ερώτημα
- ⮡ It’s a big day/moment for us.
- Είναι μεγάλη μέρα/στιγμή για μας.
- ⮡ one of the biggest factors - ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες
- ⮡ That’s big news!
- Σπουδαία νέα!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
- μεγάλος, κάνω κάτι συχνά ή σε μεγάλο βαθμό
- ⮡ a big drinker/eater - μεγάλος πότης/φαγάς
- ⮡ He’s a big liar.
- Είναι μεγάλος ψεύτης.
- μεγάλος, ευγενικός ή γενναιόδωρος
- ⮡ He has a big heart.
- Έχει μεγάλη καρδιά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη generous