παραθετικά
θετικός big
συγκριτικός bigger
υπερθετικός biggest

  Επίθετο

επεξεργασία

big (en)

  1. μεγάλος σε μέγεθος, βαθμό, ποσότητα κτλ.
    ⮡  a big tree/child/house - μεγάλο δέντρο/παιδί/σπίτι
    ⮡  a big city/effort/personality - μεγάλη πόλη/προσπάθεια/προσωπικότητα
    ⮡  a big crowd of people - μεγάλο πλήθος ανθρώπων
    ⮡  the big banks - οι μεγάλες τράπεζες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη large
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, μάλλον ανεπίσημο) μεγάλος, σπουδαίος
    ⮡  the big boss - το μεγάλο αφεντικό
    ⮡  the big question - το μεγάλο ερώτημα
    ⮡  It’s a big day/moment for us.
    Είναι μεγάλη μέρα/στιγμή για μας.
    ⮡  one of the biggest factors - ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες
    ⮡  That’s big news!
    Σπουδαία νέα!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
  3. μεγάλος, κάνω κάτι συχνά ή σε μεγάλο βαθμό
    ⮡  a big drinker/eater - μεγάλος πότης/φαγάς
    ⮡  He’s a big liar.
    Είναι μεγάλος ψεύτης.
  4. μεγάλος, ευγενικός ή γενναιόδωρος
    ⮡  He has a big heart.
    Έχει μεγάλη καρδιά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη generous