παραθετικά
θετικός generous
συγκριτικός more generous
υπερθετικός most generous

  Επίθετο

επεξεργασία

generous (en)

  1. γενναιόδωρος, γαλαντόμος, που δίνει ή θέλει να δώσει ελεύθερα
    ⮡  It was a generous act.
    Ήταν γενναιόδωρη πράξη.
    ⮡  He is a very generous man.
    Είναι πολύ γαλαντόμος άνθρωπος.
     συνώνυμα: giving
  2. γενναίος, μεγάλος
    ⮡  a generous portion - γενναία μερίδα
    ⮡  The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
  3. γενναιόδωρος, που είναι ευγενικό στον τρόπο που φέρεται στους ανθρώπους· που είναι πρόθυμος να δει τι είναι καλό σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  He is generous in his praise.
    Είναι γενναιόδωρος σε επαίνους.

Συγγενικά

επεξεργασία