γαλαντόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλαντόμος < (άμεσο δάνειο) βενετική galantomo < ιταλική galantuomo < galante (έντιμος) + uomo (άνθρωπος)
Επίθετο
επεξεργασίαγαλαντόμος, -α, -ο
- που φέρεται γενναιόδωρα, χωρίς να κάνει τσιγγουνιές
- ※ Τις παρηγορήτρες τις αποκαλούσαν «ξαγκουσεύτρες» και όσες ήταν γενναιόδωρες «χαρίστρες», «γαλαντόμες» και «κιμπάρισσες». (Το λεξιλόγιο των Μικρασιατών για τις γυναίκες της Σμύρνης, constantinoupoli.com, 3/8/2017 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλαντόμος
|