γενναιόδωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγενναιόδωρος
- αυτός που δίνει περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο, που δίνει χωρίς να υπολογίζει
- γενναιόδωρη πράξη
- γενναιόδωρος προϋπολογισμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γενναιόδωρος