απλοχέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απλοχέρης | η | απλοχέρα | το | απλοχέρικο |
γενική | του | απλοχέρη | της | απλοχέρας | του | απλοχέρικου |
αιτιατική | τον | απλοχέρη | την | απλοχέρα | το | απλοχέρικο |
κλητική | απλοχέρη | απλοχέρα | απλοχέρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απλοχέρηδες | οι | απλοχέρες | τα | απλοχέρικα |
γενική | των | απλοχέρηδων | — | των | απλοχέρικων | |
αιτιατική | τους | απλοχέρηδες | τις | απλοχέρες | τα | απλοχέρικα |
κλητική | απλοχέρηδες | απλοχέρες | απλοχέρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ploˈçe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πλο‐χέ‐ρης
Επίθετο
επεξεργασίααπλοχέρης, -α, ικο
- που ξοδεύει ή μοιράζει πρόθυμα, χωρίς τσιγκουνιά αλλά ίσως και χωρίς περίσκεψη
- ⮡ Ο Θανάσης ήταν πολύ απλοχέρης και στο τέλος πέθανε στην ψάθα.
- ≈ συνώνυμα: απλόχερος, ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, σπάταλος
- ≠ αντώνυμα: σφιχτοχέρης, φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος
- που κλέβει, που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει
- που προβαίνει σε ενοχλητικές χειρονομίες σεξουαλικής φύσεως
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις απλώνω και χέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία απλοχέρης
|
απλοχέρης
|
απλοχέρης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απλοχέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας