↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαγγοραμμένος η σπαγγοραμμένη το σπαγγοραμμένο
      γενική του σπαγγοραμμένου της σπαγγοραμμένης του σπαγγοραμμένου
    αιτιατική τον σπαγγοραμμένο τη σπαγγοραμμένη το σπαγγοραμμένο
     κλητική σπαγγοραμμένε σπαγγοραμμένη σπαγγοραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαγγοραμμένοι οι σπαγγοραμμένες τα σπαγγοραμμένα
      γενική των σπαγγοραμμένων των σπαγγοραμμένων των σπαγγοραμμένων
    αιτιατική τους σπαγγοραμμένους τις σπαγγοραμμένες τα σπαγγοραμμένα
     κλητική σπαγγοραμμένοι σπαγγοραμμένες σπαγγοραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαγγοραμμένος < σπάγγος + -ο- + ραμμένος

σπαγγοραμμένος, -η, -ο[1]