τίμιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τίμιος | η | τίμια | το | τίμιο |
γενική | του | τίμιου | της | τίμιας | του | τίμιου |
αιτιατική | τον | τίμιο | την | τίμια | το | τίμιο |
κλητική | τίμιε | τίμια | τίμιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τίμιοι | οι | τίμιες | τα | τίμια |
γενική | των | τίμιων | των | τίμιων | των | τίμιων |
αιτιατική | τους | τίμιους | τις | τίμιες | τα | τίμια |
κλητική | τίμιοι | τίμιες | τίμια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τίμιος < αρχαία ελληνική τίμιος < τιμή, τιμῶ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τίμιος -α -ο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τίμια δώρα: (θρησκεία) στη χριστιανική εκκλησιαστική ορολογία, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας
- τίμιο ξύλο: (θρησκεία) κομμάτι από το Σταυρό του Ιησού Χριστού