τίμιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τίμιος < αρχαία ελληνική τίμιος < τιμή, τιμῶ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τίμιος -α -ο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τίμια δώρα: (θρησκεία) στη χριστιανική εκκλησιαστική ορολογία, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας
- τίμιο ξύλο: (θρησκεία) κομμάτι από το Σταυρό του Ιησού Χριστού