ευσυνείδητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευσυνείδητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐσυνείδητος (με καθαρή συνείδηση, τίμιος) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consciencieux).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + συνειδητός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.siˈni.ði.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐συ‐νεί‐δη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαευσυνείδητος, -η, -ο
- που φέρεται σωστά και έντιμα, σύμφωνα με τη συνείδησή του
- ⮡ είναι ευσυνείδητος επαγγελματίας
- ≠ αντώνυμα: ασυνείδητος
- που γίνεται σωστά, επιμελημένα ή έντιμα
Συγγενικά
επεξεργασία- ευσυνειδησία
- ευσυνείδητα
- ευσυνειδήτως
- → και δείτε τις λέξεις ευ και συνειδητός
Μεταφράσεις
επεξεργασία που φέρεται σωστά και έντιμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευσυνείδητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας