Δείτε επίσης: εὐσυνείδητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσυνείδητος η ευσυνείδητη το ευσυνείδητο
      γενική του ευσυνείδητου της ευσυνείδητης του ευσυνείδητου
    αιτιατική τον ευσυνείδητο την ευσυνείδητη το ευσυνείδητο
     κλητική ευσυνείδητε ευσυνείδητη ευσυνείδητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσυνείδητοι οι ευσυνείδητες τα ευσυνείδητα
      γενική των ευσυνείδητων των ευσυνείδητων των ευσυνείδητων
    αιτιατική τους ευσυνείδητους τις ευσυνείδητες τα ευσυνείδητα
     κλητική ευσυνείδητοι ευσυνείδητες ευσυνείδητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευσυνείδητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐσυνείδητος (με καθαρή συνείδηση, τίμιος) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consciencieux).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + συνειδητός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.siˈni.ði.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐συ‐νεί‐δη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευσυνείδητος, -η, -ο

  1. που φέρεται σωστά και έντιμα, σύμφωνα με τη συνείδησή του
    ⮡  είναι ευσυνείδητος επαγγελματίας
     αντώνυμα: ασυνείδητος
  2. που γίνεται σωστά, επιμελημένα ή έντιμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία