conscientious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | conscientious |
συγκριτικός | more conscientious |
υπερθετικός | most conscientious |
Επίθετο
επεξεργασίαconscientious (en)
- ευσυνείδητος, ηθικά συνειδησιακός
- ⮡ He is a conscientious employee/craftsman/doctor/teacher.
- Είναι ευσυνείδητος υπάλληλος/τεχνίτης/γιατρός/δάσκαλος.
- ⮡ A conscientious driver would not leave the victim helpless.
- Ένας ευσυνείδητος οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του.
- ⮡ He did a very conscientious job.
- Έκανε μια πολύ ευσυνείδητη δουλειά.
- ⮡ He is a conscientious employee/craftsman/doctor/teacher.
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη conscience