Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνειδησιακός η συνειδησιακή το συνειδησιακό
      γενική του συνειδησιακού της συνειδησιακής του συνειδησιακού
    αιτιατική τον συνειδησιακό τη συνειδησιακή το συνειδησιακό
     κλητική συνειδησιακέ συνειδησιακή συνειδησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνειδησιακοί οι συνειδησιακές τα συνειδησιακά
      γενική των συνειδησιακών των συνειδησιακών των συνειδησιακών
    αιτιατική τους συνειδησιακούς τις συνειδησιακές τα συνειδησιακά
     κλητική συνειδησιακοί συνειδησιακές συνειδησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνειδησιακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συνειδησιακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία