Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνειδησιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνειδησιακ
ός
η
συνειδησιακ
ή
το
συνειδησιακ
ό
γενική
του
συνειδησιακ
ού
της
συνειδησιακ
ής
του
συνειδησιακ
ού
αιτιατική
τον
συνειδησιακ
ό
τη
συνειδησιακ
ή
το
συνειδησιακ
ό
κλητική
συνειδησιακ
έ
συνειδησιακ
ή
συνειδησιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνειδησιακ
οί
οι
συνειδησιακ
ές
τα
συνειδησιακ
ά
γενική
των
συνειδησιακ
ών
των
συνειδησιακ
ών
των
συνειδησιακ
ών
αιτιατική
τους
συνειδησιακ
ούς
τις
συνειδησιακ
ές
τα
συνειδησιακ
ά
κλητική
συνειδησιακ
οί
συνειδησιακ
ές
συνειδησιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνειδησιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
συνειδησιακός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνειδησιακός