παραθετικά
θετικός conscientiously
συγκριτικός more conscientiously
υπερθετικός most conscientiously

  Ετυμολογία

επεξεργασία
conscientiously < conscientious + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

conscientiously (en)

  • με ευσυνειδησία, με προσεκτικό και σωστό τρόπο
    ⮡  They worked very conscientiously.
    Δούλεψαν με μεγάλη ευσυνειδησία.

Συγγενικά

επεξεργασία