conscience
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
- (self-awareness) επίγνωση ύπαρξης, (σπανιότερα: αυτογνωσία)
- (morals) ηθικές αρχές
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
conscience (fr)
- η συνείδηση, η ευσυνειδησία, η συναίσθηση