Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

conscience (en) συνείδηση:

  1. (self-awareness) επίγνωση ύπαρξης, (σπανιότερα: αυτογνωσία)
  2. (morals) ηθικές αρχές

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

conscience (fr)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία