παραθετικά
θετικός conscious
συγκριτικός more conscious
υπερθετικός most conscious

conscious (en)

  1. (όχι πριν από το ουσιαστικό) αυτός που έχει συνείδηση, επίγνωση, συναίσθηση
      Of course he is conscious of his actions.
    Φυσικά και έχει συνείδηση των πράξεων του.
      I am fully conscious of the risk.
    Έχω πλήρη συνείδηση του κινδύνου.
      I assume the presidency conscious of the responsibilities I shoulder and the difficulties I will face.
    Αναλαμβάνω την προεδρία έχοντας επίγνωση των ευθυνών που επωμίζομαι και των δυσχερειών που θα αντιμετωπίσω.
      He is very careful, because he is conscious of the danger.
    Είναι πολύ προσεκτικός, γιατί έχει συναίσθηση του κινδύνου.
     συνώνυμα: aware
  2. που έχει τις αισθήσεις του, δεν έχει λιποθυμήσει
      A patient who is not fully conscious should never be left alone.
    Ένας ασθενής που δεν έχει πλήρως τις αισθήσεις του δεν πρέπει ποτέ να μένει μόνος.
      She remained conscious throughout the whole operation.
    Έμεινε με τις αισθήσεις της καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης.
  3. συνειδητός, για πράξεις, συναισθήματα κτλ. που είναι σκόπιμα· που γίνονται με προσεκτικό τρόπο
      a conscious act - συνειδητή ενέργεια
      We made a conscious effort to be on time.
    Κάναμε μια συνειδητή προσπάθεια να είμαστε στην ώρα μας.
  4. συνειδητοποιημένος, που έχει επίγνωση και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για κάτι
      She is very environmentally/politically conscious.
    Είναι πολύ περιβαλλοντικά/πολιτικά συνειδητοποιημένη.
      The have become increasingly health-conscious.
    Έχουν γίνει όλο και πιο συνειδητοποιημένοι για την υγεία τους.
  5. συνειδητός, για το μυαλό ή τη σκέψη του
      When you go to sleep, it is only the conscious mind that shuts down.
    Όταν πας για ύπνο, είναι μόνο το συνειδητό μυαλό που κλείνει.