συνειδητός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνειδητός < συνείδηση + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conscient)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
συνειδητός
- (για κάτι) που γίνεται έχοντας συνείδηση αυτού που συμβαίνει, με επίγνωση, αντίληψη και ηθελημένα
- (για κάποιον) που συνειδητοποιεί τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του και ενεργεί ανάλογα
- (ουσιαστικοποιημένο) συνειδητό