ασυνείδητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυνείδητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαασυνείδητος
- ο χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών του, πωρωμένος
- (ψυχολ.) όχι συνειδητός
- (για πράξεις) άδικος, ανήθικος
- αναρωτιέμαι ποιος θα έκανε ποτέ μια τόσο ασυνείδητη και αισχρή πράξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυνείδητος
|