ασύνειδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασύνειδος < α- στερητικό + συνειδέναι
Επίθετο επεξεργασία
ασύνειδος, -η, -ο
- που λέγεται ή γίνεται χωρίς παρέμβαση της συνείδησης, χωρίς επίγνωση, μη συνειδητός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασύνειδος