Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύνειδος η ασύνειδη το ασύνειδο
      γενική του ασύνειδου της ασύνειδης του ασύνειδου
    αιτιατική τον ασύνειδο την ασύνειδη το ασύνειδο
     κλητική ασύνειδε ασύνειδη ασύνειδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύνειδοι οι ασύνειδες τα ασύνειδα
      γενική των ασύνειδων των ασύνειδων των ασύνειδων
    αιτιατική τους ασύνειδους τις ασύνειδες τα ασύνειδα
     κλητική ασύνειδοι ασύνειδες ασύνειδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασύνειδος < α- στερητικό + συνειδέναι

  Επίθετο επεξεργασία

ασύνειδος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία