Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυνείδητα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

ασυνείδητα

  • (κάνω κάτι) με ασυνείδητο τρόπο, χωρίς να καταλάβω ότι το κάνω
    ασυνείδητα ψηλάφισε τις τσέπες του για πακέτο τσιγάρων, παρότι τα έκοψε πριν δύο μήνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία