παραθετικά
θετικός unconsciously
συγκριτικός more unconsciously
υπερθετικός most unconsciously

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unconsciously < un- + consciously ή unconscious + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

unconsciously (en)

  • ασύνειδα, ασυνείδητα, χωρίς επίγνωση
    ⮡  The conditions, behaviors, and patterns which happen around and within us, consciously and unconsciously, and define our lives.
    Οι όροι, συμπεριφορές και μοτίβα που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, συνειδητά ή ασύνειδα, και ορίζουν τις ζωές μας.
    ⮡  He unconsciously stood up and…
    Ασυνείδητα σηκώθηκε επάνω και…

Αντώνυμα

επεξεργασία