Ετυμολογία

επεξεργασία
consciously < conscious + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

consciously (en)

  1. συνειδητά, με τρόπο που δείχνει ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω κάτι
    ⮡  We didn’t live our early childhood years consciously.
    Τα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε συνειδητά.
  2. ενσυνείδητα, συνειδητά, με τρόπο που είναι σκόπιμος ή προσεκτικός
    ⮡  There should also be a limit for large amounts of debt because, someone paying a large lump sum of a million euros means they had it but consciously did not pay.
    Κι εδώ θα έπρεπε να υπάρχει όριο για τα μεγάλα ποσά οφειλών, γιατί κάποιος που εξοφλεί εφάπαξ ποσό ενός εκατομμυρίου ευρώ σημαίνει ότι είχε, αλλά ενσυνείδητα δεν πλήρωνε.
    ⮡  Whatever he die he did consciously, so he is responsible.
    Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally

Αντώνυμα

επεξεργασία