consciously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαconsciously (en)
- συνειδητά, με τρόπο που δείχνει ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω κάτι
- ⮡ We didn’t live our early childhood years consciously.
- Τα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε συνειδητά.
- ⮡ We didn’t live our early childhood years consciously.
- ενσυνείδητα, συνειδητά, με τρόπο που είναι σκόπιμος ή προσεκτικός
- ⮡ There should also be a limit for large amounts of debt because, someone paying a large lump sum of a million euros means they had it but consciously did not pay.
- Κι εδώ θα έπρεπε να υπάρχει όριο για τα μεγάλα ποσά οφειλών, γιατί κάποιος που εξοφλεί εφάπαξ ποσό ενός εκατομμυρίου ευρώ σημαίνει ότι είχε, αλλά ενσυνείδητα δεν πλήρωνε.
- ⮡ Whatever he die he did consciously, so he is responsible.
- Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ⮡ There should also be a limit for large amounts of debt because, someone paying a large lump sum of a million euros means they had it but consciously did not pay.