intentionally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intentionally |
συγκριτικός | more intentionally |
υπερθετικός | most intentionally |
Ετυμολογία
επεξεργασία- intentionally < intentional + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαintentionally (en)
- σκόπιμα, επίτηδες, ηθελημένα, που συμβαίνει με τρόπο σχεδιασμένο, όχι τυχαία
- ⮡ This page is intentionally left blank.
- Αυτή η σελίδα έμεινε σκόπιμα κενή/άγραφη.
- ⮡ I say/do something intentionally.
- Λέω/κάνω κάτι επίτηδες.
- ⮡ They’re intentionally ignoring the reality.
- Αγνοούν ηθελημένα την πραγματικότητα.
- ⮡ This page is intentionally left blank.