Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
intentionally
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
intentionally
(en)
σκόπιμα
,
εκούσια
, με πρόθεση, προθέσιμα, βουλητά, βουλημένα,
επίτηδες
,
ηθελημένα
↪
This page
intentionally
left
blank
- Αυτή η σελίδα έμεινε
σκόπιμα
κενή/άγραφη