παραθετικά
θετικός deliberately
συγκριτικός more deliberately
υπερθετικός most deliberately

  Ετυμολογία

επεξεργασία
deliberately < deliberate + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

deliberately (en)

  1. εσκεμμένα
    ⮡  A large sum of money was deliberately assessed for their acquisition.
    Εσκεμμένα καθορίστηκε υψηλό χρηματικό ποσό για την απόκτησή τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
  2. αργά και προσεχτικά
    ⮡  He spoke deliberately.
    Μίλησε αργά και προσεχτικά.