purposely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | purposely |
συγκριτικός | more purposely |
υπερθετικός | most purposely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpurposely (en)
- επίτηδες, σκόπιμα
- ⮡ a wardrobe purposely made for this space - ντουλάπα επίτηδες καμωμένη γι΄ αυτό το χώρο
- ⮡ I purposely didn’t go to meet him.
- Σκόπιμα δεν πήγα να τον συναντήσω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally