on purpose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon purpose (en)
- (ιδιωματισμός) σκόπιμα
- ⮡ He said it on purpose to annoy me.
- Το είπε σκόπιμα για να με πειράζει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ⮡ He said it on purpose to annoy me.