wittingly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | wittingly |
συγκριτικός | more wittingly |
υπερθετικός | most wittingly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
- ηθελημένα
- ↪ They’re wittingly ignoring the reality.
- Αγνοούν ηθελημένα την πραγματικότητα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ They’re wittingly ignoring the reality.