willingly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | willingly |
συγκριτικός | more willingly |
υπερθετικός | most willingly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
willingly (en)
- πρόθυμα, αυτόβουλα, θεληματικά, με τρόπο που δείχνει ότι είμαι χαρούμενος που κάνω κάτι ή ότι δεν έχω αντίρρηση να κάνω κάτι
- ↪ He willingly answered the questions.
- Απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις.
- ↪ He offered to help us willingly.
- Προσφέρθηκε να μας βοηθήσει αυτόβουλα.
- ↪ He came willingly.
- Ήρθε θεληματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ He willingly answered the questions.