πρόθυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπρόθυμα < ουδέτερο του επιθέτου πρόθυμος
Επίρρημα
επεξεργασίαπρόθυμα
- με προθυμία, φιλότιμο, ευσυνείδητα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρόθυμα πληθ. ουδετέρου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρόθυμος