unconscious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unconscious |
συγκριτικός | more unconscious |
υπερθετικός | most unconscious |
unconscious (en)
- αναίσθητος, λιπόθυμος
- ⮡ He’s been unconscious for ten hours.
- Είναι αναίσθητος εδώ και δέκα ώρες.
- ⮡ He’s been unconscious for ten hours.
- ασυνείδητος ασυναίσθητος
- αθέλητος ακούσιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαunconscious (en)
- το ασυνείδητο (στην ψυχολογία)
Πηγές
επεξεργασία- unconscious (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- unconscious (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 47. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναίσθητος