Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός unconscious
συγκριτικός more unconscious
υπερθετικός most unconscious

unconscious (en)

  1. αναίσθητος, λιπόθυμος
    ⮡  He’s been unconscious for ten hours.
    Είναι αναίσθητος εδώ και δέκα ώρες.
  2. ασυνείδητος ασυναίσθητος
  3. αθέλητος ακούσιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

unconscious (en)