λιπόθυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιπόθυμος, (μαρτυρείται από το 1889)[1][2] < λιποθυμ(ώ) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) [3] (λείπω) λιπό- + θυμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈpo.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πό‐θυ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαλιπόθυμος, -η, -ο
- που έχει λιποθυμήσει, έχει χάσει τις αισθήσεις του
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λιποθυμάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιπόθυμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 609, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ λιπόθυμος, (-η), -ο(ν) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ λιπόθυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας