faint
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | faint |
συγκριτικός | fainter |
υπερθετικός | faintest |
faint (en)
- αμυδρός, αδιόρατος, ανεπαίσθητος, που δεν μπορεί να φανεί, να ακουστεί ή να μυριστεί καθαρά
- ↪ a faint sound - αμυδρός ήχος
- ↪ a faint light - αμυδρό φως
- ↪ a faint smile - ένα αδιόρατο χαμόγελο
- ↪ a faint noise - ένας ανεπαίσθητος θόρυβος
- μικρός, πολύ μικρό· δυνατό αλλά απίθανο
- ↪ There is a faint hope.
- Υπάρχει μια μικρή ελπίδα.
- ↪ There is a faint hope.
- άτολμος, χωρίς θάρρος και ενέργεια
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) εξασθενημένος, εξαντλημένος, για ένα άτομο που αισθάνεται αδύναμο και κουρασμένο και είναι πιθανό να χάσει τις αισθήσεις του
- ↪ faint with hunger - εξασθενημένος/εξαντλημένος από την πείνα
- ↪ I feel faint.
- Μου έρχεται λιποθυμία.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfaint (en) (μόνο ενικός)
- η λιποθυμία
- ↪ a faint from the heat - λιποθυμία από τη ζέστη
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | faint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | faints |
αόριστος | fainted |
παθητική μετοχή | fainted |
ενεργητική μετοχή | fainting |
faint (en)
- λιποθυμάω
- ↪ At the sight of blood she fainted.
- Στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε.
- ↪ At the sight of blood she fainted.