Δείτε επίσης: ἀμυδρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμυδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμυδρός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.miˈðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μυ‐δρός

  Επίθετο επεξεργασία

αμυδρός, -ή (-ά), -ό

  • που δεν φαίνεται καθαρά
 συνώνυμα: ασαφής, δυσδιάκριτος, θαμπός, συγκεχυμένος
 αντώνυμα: λαμπερός, ξεκάθαρος, φωτεινός
μου απομένουν πλέον λίγες αμυδρές αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία
 συνώνυμα: αδύναμος, άτονος, εξασθενημένος
διατηρώ μιαν αμυδρή ελπίδα να περάσω στις εξετάσεις
αμυδρές οι ελπίδες για ανεύρεση άλλων επιζώντων του σεισμού
 συνώνυμα: ελάχιστος

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία