αμυδρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αμυδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμυδρός[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.miˈðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μυ‐δρός
Επίθετο
επεξεργασία
αμυδρός, -ή (-ά), -ό
- που δεν φαίνεται καθαρά
- (κατ’ επέκταση) που έχει λίγη δύναμη ή ένταση
- μου απομένουν πλέον λίγες αμυδρές αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία
- διατηρώ μιαν αμυδρή ελπίδα να περάσω στις εξετάσεις
- αμυδρές οι ελπίδες για ανεύρεση άλλων επιζώντων του σεισμού
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αμυδρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας