indistinct
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαindistinct (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indistinct | indistincts |
θηλυκό | indistincte | indistinctes |
Επίθετο
επεξεργασίαindistinct (fr)
indistinct (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indistinct | indistincts |
θηλυκό | indistincte | indistinctes |
indistinct (fr)