φωτεινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φωτεινός < αρχαία ελληνική φωτεινός < φῶς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φωτεινός, -ή, -ό
- που εκπέμπει φως, που φωτίζει, που λάμπει
- φωτεινό αστέρι
- που φωτίζεται, που έχει φως
- φωτεινό δωμάτιο
- (μεταφορικά) που ξεχωρίζει θετικά, που υπερέχει και αποτελεί πρότυπο
- φωτεινός νους
- (για χρώμα) ο ανοιχτόχρωμος, ο ζωηρός
- φωτεινά χρώματα
- φωτεινό κόκκινο