Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Σχεδιάση αγαλματιδίου με τη βοήθεια φωτεινού θαλάμου (εικόνα του 1879)

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτεινός θάλαμος < φωτεινός + θάλαμος, (μεταφραστικό δάνειο) λατινική camera lucida

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

φωτεινός θάλαμος αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ο φωτεινός θάλαμος παλιότερα υπήρξε ιδιαίτερα χρήσιμο βοήθημα στην ακριβή αποτύπωση πολύ μικρών αντικειμένων (μικροσκοπία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία