βοήθημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοήθημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοήθημα ουδέτερο
- χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον για να καλύψει ένα μέρος των αναγκών του
- βιβλίο που βοηθάει τους μαθητές στη μελέτη τους