Ουσιαστικό

επεξεργασία

aide (en)

  • ο βοηθός (συνεργάτης ενός αξιωματούχου)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aide (fr) θηλυκό

aide (fr) αρσενικό ή θηλυκό