Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοηθημένος η βοηθημένη το βοηθημένο
      γενική του βοηθημένου της βοηθημένης του βοηθημένου
    αιτιατική τον βοηθημένο τη βοηθημένη το βοηθημένο
     κλητική βοηθημένε βοηθημένη βοηθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοηθημένοι οι βοηθημένες τα βοηθημένα
      γενική των βοηθημένων των βοηθημένων των βοηθημένων
    αιτιατική τους βοηθημένους τις βοηθημένες τα βοηθημένα
     κλητική βοηθημένοι βοηθημένες βοηθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοηθημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου βοηθάω και βοηθώ

  Μετοχή επεξεργασία

βοηθημένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία