ιχνογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιχνογράφηση | οι | ιχνογραφήσεις |
γενική | της | ιχνογράφησης* | των | ιχνογραφήσεων |
αιτιατική | την | ιχνογράφηση | τις | ιχνογραφήσεις |
κλητική | ιχνογράφηση | ιχνογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιχνογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιχνογράφηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιχνογραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιχνογράφηση
|