φωτίζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φωτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος φωτίζω
ΡήμαΕπεξεργασία
φωτίζομαι, πρτ.: φωτιζόμουν, στ.μέλλ.: θα φωτιστώ, αόρ.: φωτίστηκα, μτχ.π.π.: φωτισμένος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
από φωτισμό
από θεϊκή εμπειρία