φωτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φωτίζω
Μετοχή
επεξεργασίαφωτισμένος, -η, -ο
- που έχει φωτιστεί, γεμάτος φως
- Τ' άστρα έφεγγαν καθαρά κι ολόχρυσα στο φθινοπωριάτικο ουρανό, αλλά τα παράθυρα του παλατιού ήταν τόσο φωτισμένα, που έξω η αφέγγαρη νύχτα φαίνουνταν πιο σκοτεινή. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- που έχει δεχτεί το πνευματικό φως της γνώσης
- ※ Ο πατέρας τους, ο παππούς μου, παρά τη λιγοστή του μόρφωση, αποδείχθηκε εδώ φωτισμένος άνθρωπος. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])