↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωταγωγημένος η φωταγωγημένη το φωταγωγημένο
      γενική του φωταγωγημένου της φωταγωγημένης του φωταγωγημένου
    αιτιατική τον φωταγωγημένο τη φωταγωγημένη το φωταγωγημένο
     κλητική φωταγωγημένε φωταγωγημένη φωταγωγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωταγωγημένοι οι φωταγωγημένες τα φωταγωγημένα
      γενική των φωταγωγημένων των φωταγωγημένων των φωταγωγημένων
    αιτιατική τους φωταγωγημένους τις φωταγωγημένες τα φωταγωγημένα
     κλητική φωταγωγημένοι φωταγωγημένες φωταγωγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωταγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωταγωγώ

φωταγωγημένος -η -ο

  • που τον έχουν φωταγωγήσει, τον έχουν φωτίσει άπλετα
    φωταγωγημένο δρόμος / φωταγωγημένη αίθουσα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία