αγλαός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγλαός | η | αγλαή | το | αγλαό |
γενική | του | αγλαού | της | αγλαής | του | αγλαού |
αιτιατική | τον | αγλαό | την | αγλαή | το | αγλαό |
κλητική | αγλαέ | αγλαή | αγλαό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγλαοί | οι | αγλαές | τα | αγλαά |
γενική | των | αγλαών | των | αγλαών | των | αγλαών |
αιτιατική | τους | αγλαούς | τις | αγλαές | τα | αγλαά |
κλητική | αγλαοί | αγλαές | αγλαά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγλαός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγλαός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣlaˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γλά‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααγλαός, -ή, -ό [1]
Εκφράσεις
επεξεργασία- αγλαοί καρποί (εξαιρετικά αποτελέσματα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)